- πλατύρρυγχος
- ος, ο[ν] широкомордый (о животном)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλατύρρυγχος — η, ο / πλατύρρυγχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πεπλατυσμένο ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ῥύγχος] … Dictionary of Greek
νήσσα η πλατύρρυγχος — Κοινό είδος χηνόμορφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Βλ. λ. αγριόπαπια … Dictionary of Greek
πλατυρρύγχοις — πλατύρρυγχος broad snouted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανάτος — Θηλαστικό της οικογένειας των τριχεχιδών, της τάξης των σειρηνιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Τrichechus manatus. Έχει χοντρό ατρακτοειδές σώμα, γκρίζου χρώματος, το οποίο καλύπτεται με αραιό τρίχωμα, και έχει μήκος έως 3,5 μ., ενώ… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
δαγκαναύρα — η βιολ. η κοινή ονομασία τής αγριόπαπιας, νήσσα η πλατύρρυγχος … Dictionary of Greek
καβάτσα — η κοινή ονομασία τού ψαριού «πλατύρρυγχος έγχελυς» … Dictionary of Greek